- σύναγμα
- το, ΝΜΑ [συνάγω]συνάθροιση, συσσώρευσηνεοελλ.(πετρογρ.) αδρομερής χαλικώδης άμμοςαρχ.το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο κύστη ή στα νεφρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύναγμα — collection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύναγμα — το συνάθροιση, σύναξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναγμάτων — σύναγμα collection neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγματος — σύναγμα collection neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)